- εὐκοινώνητος
- εὐκοινών-ητος, ον,A easy to deal with,
εἰς χρήματα Arist.EN1121a4
, cf. Them.Or.22.269c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰς χρήματα Arist.EN1121a4
, cf. Them.Or.22.269c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐκοινώνητος — easy to deal with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκοινώνητος — η, ο (Α εὐκοινώνητος, ον) νεοελλ. αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός αρχ. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον… … Dictionary of Greek
εὐκοινώνητον — εὐκοινώνητος easy to deal with masc/fem acc sg εὐκοινώνητος easy to deal with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκοινωνησία — εὐκοινωνησία, ἡ (Α) [ευκοινώνητος] το να είναι κάποιος ευκοινώνητος, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα … Dictionary of Greek
ευκράς — (I) εὐκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ (Α) 1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.) 2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ », Ευρ.) 3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με… … Dictionary of Greek